ραψωδία Π 684-867 Το κύκνειο άσμα και ο θάνατος του Πάτροκλου |
|
|
|
Εικόνα 28. Ο Κεβριόνης πάνω στο άρμα. Τον πλαισιώνουν ο Έκτορας
και ο Γλαύκος. Μελανόμορφη υδρία, 575-550 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (αντίγραφο). |
Ο Πάτροκλος φτάνει έως τα τείχη της Τροίας | Τότ' είπε του Αυτομέδοντος ο Πάτροκλος να σπρώξει το αμάξι αυτού κατάποδα των Τρώων και Λυκίων· ποια τύφλωσις! Αν φύλαγε τον λόγον του Αχιλλέως, την μοίραν θα εξέφευγε την μαύρην του θανάτου. Αλλά του Δί' αξίζει ο νους πλιότερο ή του ανθρώπου, που εύκολα και άνδρ' ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην του αφαιρεί και άλλην φοράν τον σπρώχνει αυτός στην μάχην όπως τότ' έβαλε φωτιά στα στήθη του Πατρόκλου. Ποιον πρώτον και ποιον ύστερον εγύμνωσες στην μάχην, Πάτροκλε, οπόταν οι θεοί σ' εκάλεσαν στον Άδην; Έπεσε πρώτα ο Άδρηστος· ο Αυτόνοος κατόπιν, ο Επίστωρ, ο Μελάνιππος, ο Πέριμος Μεγάδης, ο Έχεκλος, ο Έλασος, ο Μούλιος και ο Πυλάρτης, κι οι άλλοι εδειλοψύχησαν κι εφύγαν όλοι εμπρός του. |
685 690 695 |
Η παρέμβαση του Απόλλωνα | Θα 'παιρναν τότ' οι Αχαιοί την υψηλήν Τρωάδα, τόσο τριγύρω εμάνιζεν η λόγχη του Πατρόκλου, στον πύργον αν δεν έστεκεν ο Φοίβος, που, των Τρώων υπέρμαχος, τον όλεθρον εκείνου εμελετούσε. Και τρεις εσκάλωσε φορές ο Πάτροκλος στο τείχος και τρεις τον εξετίναξεν ο Φοίβος με τα χέρια τ' αθάνατα κτυπώντας του την φωτεινήν ασπίδα. Αλλ' ότι ως δαίμων τέταρτην φοράν εχύθη ο ήρως, φοβερήν του 'βαλε κραυγήν ο Απόλλων και του είπε: «Πάτροκλε διογέννητε, δεν έχει ορίσ' η μοίρα των αποτόλμων Τρώων συ την πόλιν να πορθήσεις, ούδ' ο Αχιλλεύς, εις την ανδρειά περίσσ' ανώτερός σου». Είπε, κι ευθύς ο Πάτροκλος μακράν εσύρθη οπίσω για να αποφύγει την οργήν του μακροβόλου Φοίβου. Κι έμειν' ο Έκτωρ στες Σκαιές με τα γοργά πουλάρια· κι ερεύνα ο νους του αν θα στραφεί στην ταραχήν της μάχης ή θα φωνάξει στον λαόν ν' αποκλεισθεί στο τείχος. Και τούτο ενώ στοχάζονταν, ήλθεν εμπρός του ο Φοίβος· άνδρας εφάνη στην μορφήν καλός και ρωμαλέος, ο Άσιος, οπού θείον του τον είχε απ' την Εκάβην, και ήταν υιός του Δύμαντος, που πέρα εις της Φρυγίας τα μέρ' ήταν εγκάτοικος κει που ο Σαγγάριος ρέει. Εκείνου επήρε την μορφήν και του 'πε τότε ο Φοίβος: «Έκτορ', από τον πόλεμον τι απέχεις; Δεν σου πρέπει. Άμποτε αντί κατώτερος να 'μουν ανώτερός σου, ελεεινήν ανάπαυσιν θα είχες απ' την μάχην. Αλλ' έλα, κίνα τ' άλογα στον Πάτροκλον επάνω ίσως τον πάρ' η λόγχη σου και ο Φοίβος σε δοξάσει». |
700 705 710 715 720 725 |
Ο Έκτορας επιτίθεται και ο Πάτροκλος σκοτώνει τον Κεβριόνη |
Είπε κι εστράφη ο θεός στον θόρυβον της μάχης και τον ανδρείον πρόσταξεν ο Έκτωρ Κεβριόνην ευθύς κατά τον πόλεμον τους ίππους να ραβδίσει. Κι έβαλε τάραχον κακόν ο Φοίβος στους Αργείους, των Τρώων και του Έκτορος την νίκην να χαρίσει. Και ο Έκτωρ δεν εφρόντιζε τους άλλους να φονεύει αλλά τους ίππους έσπρωχνε στον Πάτροκλο επάνω. Και από τ' αμάξι ο Πάτροκλος επήδησε κρατώντας την λόγχην με τ' αριστερό, κι εφούκτωσε με τ' άλλο χοντρό λιθάρι δοντερό, και αντιστυλωμένος το 'ριξε και τον Έκτορα εκτύπησε απ' ολίγο. Αλλ' όμως τον ηνίοχον τον Κεβριόνην ήβρε, που ήταν νοθογέννητος του δοξαστού Πριάμου, ενώ κρατούσε τα λουριά, μες στο μεσόφρυδό του, και ο τραχύς λίθος σύντριψε τα φρύδια, και όλο εσπάσθη το κόκαλο, και καταγής επέσαν οι οφθαλμοί του αυτού εμπρός στα πόδια του· και απ' τον λαμπρόν του θρόνον έπεσε κάτω ως βουτηχτής και εβγήκεν η ψυχή του. Και τότε τον ανάπαιξες, ως Πάτροκλε ιππόμαχε. «Ω κοίτα! Πόσο είν' ελαφρός που εύκολα βουτάει! μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος, και μέσα στ' άγρια κύματα θα επήδ' από την πλώρην να ψάξει στρείδια και πολλούς μ' εκείνα να χορτάσει· τόσο εύκολ' απ' την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει· είναι κι οι Τρώες βουτηχταί πιδέξιοι, καθώς βλέπω». |
730 735 740 745 750 |
Αγώνας γύρω από το νεκρό Κεβριόνη | Είπε, κι ευθύς εχύθηκε στον ήρωα Κεβριόνην, την ορμήν είχε λεονταριού, που ταύρους αφανίζει ώσπου στο στήθος το κτυπούν κι η ανδρειά του το φονεύει· με λύσσαν τέτοιαν, Πάτροκλε, του εχύθηκες επάνω. Και απ' τ' άλλο μέρος πήδησεν ο Έκτωρ απ' τ' αμάξι· κι εκείν' οι δυο πιάσθηκαν εις τον νεκρόν επάνω σαν δυο λεοντάρια στο βουνό, της πείνας λυσσιασμένα, μάχονται μεγαλόψυχα για σκοτωμένο ελάφι. Παρόμοια ποίος τον νεκρόν να πάρει Κεβριόνην ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος, μάχης δεινοί τεχνίται, με τον αλύπητον χαλκόν ν' αντισφαγούν ζητούσαν. Με πείσμ' από την κεφαλήν ο Έκτωρ τον κρατούσε· ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος· κι επάνω των οι άλλοι, οι Τρώες και οι Δαναοί, σφοδρήν κρατούσαν μάχην. Και όπως μ' αγών' αντίζηλον ο Εύρος με τον Νότον στο όρος δάσος πολεμούν βαθύ και φουντωμένο από πολύφλουδες κρανιές και φράξα και μελέγους, που σμίγουν όλ', αντικτυπούν τα μακριά κλαδιά τους, και όπως συντρίβονται πολύς ο βρόντος αντηχάει, όμοια με αντίθετην ορμήν οι Αχαιοί και οι Τρώες σφάζονταν και την άνανδρην φυγήν στον νουν δεν είχαν. Και ως μάχονταν ολόγυρα εκεί στον Κεβριόνην, λόγχες εμπήχθηκαν πολλές και φτεροφόρ' ακόντια και ασπίδες σκούντησαν πολλές λιθάρια φουκτωμένα. Και αυτός στο μέσο απέραντος στον στρόβιλον της σκόνης κοιτάμενος τους ιππικούς αγώνες λησμονούσε. Και όσον ο ήλιος έλαμπε στα μεσουράνια μέρη κτυπιόταν κι έπεφταν πολλοί και απ' τα δύο μέρη ομοίως· και άμ' έγειρεν ο ήλιος, όταν τα βόδια λυώνται, τότ' ενικούσαν οι Αχαιοί χωρίς να θέλ' η μοίρα. Και από τ' ακόντια ξέσυραν τον ήρωα Κεβριόνην μακράν των Τρώων, κι έπειτα τον γδύσαν απ' τα όπλα. Στους Τρώας πέφτει ο Πάτροκλος αφανισμόν να φέρει και τρεις φορές κραυγάζοντας τρομακτικώς εχύθη και άνδρες εννέα τη φορά ροβόλησαν στον Άδη. |
755 760 765 770 775 780 785 |
Η νέα παρέμβαση του Φοίβου - Το τέλος του Πάτροκλου |
Αλλ' όταν τέταρτην φοράν ωσάν θεός ορμούσε, τότε σου εφάνη, Πάτροκλε, το τέλος της ζωής σου· ότι στην μάχην σου 'λθ' εμπρός τρομακτικός ο Φοίβος. Και δεν τον είδε, ως έρχονταν, στην ταραχήν της μάχης, μες στην κατάχνια ολόκλειστος· του εστήθη οπίσω ο Φοίβος, με την παλάμην πετακτήν τού επάταξε τους ώμους και όλην την ράχιν· κι έστριψαν τα μάτια του Πατρόκλου. Και ο Φοίβος απ' την κεφαλήν τού επέταξε το κράνος, που αντήχησε, ως εκύλησε στα πόδια εκεί των ίππων· και η χαίτη του στα χώματα μολύνθη και στο αίμα. Και ως τότε δεν εγίνετο να μολυνθεί στο χώμα ο κώνος λαμπροφούντωτος, που έσκεπε τ' ωραίο μέτωπο και την κεφαλήν του θείου Αχιλλέως· και τότε το 'δωκεν ο Ζευς του Έκτορος να σκέπει την κεφαλήν του κι έφθανε σ' αυτόν η μαύρ' ημέρα. Κι εκόπη το μακρόσκιο κοντάρι στην παλάμην το λογχοφόρο, το βαρύ, και του 'πεσε απ' τους ώμους μ' όλον τον τελαμώνα της η κροσσωμένη ασπίδα. Και ο Φοίβος, του Διός υιός, τον θώρακα του λύει. |
790 795 800 |
Πάτροκλος και Εύφορβος | Εθεοκρούσθη ο Πάτροκλος, του ελύθηκαν τα μέλη και θαμπωμένος έμεινε· και οπίσω με την λόγχην τον κτύπησ' ένας Δάρδανος των ώμων εις την μέσην, ο Πανθοΐδης Εύφορβος, που επρώτευε των άλλων στην λόγχην, εις το τρέξιμο και στην ιππομαχίαν. Όταν πολέμου αμάθητος πρωτήλθεν ιππομάχος, είκοσι άνδρες μόνος του κατέβασε απ' τους ίππους. Αυτός πρώτος σ' ελόγχισεν, ω Πάτροκλε ιππομάχε, και δεν σε φόνευσε, κι ευθύς την λόγχην απ' το σώμα άρπαξε και μες στον στρατόν εσύρθη, δεν εστάθη ν' αντιταχθεί στον Πάτροκλον, αν και ξαρματωμένον. Αλλ' ως το χέρι του θεού τον δάμασε και η λόγχη, προς τους συντρόφους έστρεφε την μοίραν να αποφύγει. |
805 810 815 |
Πάτροκλος και Έκτορας | Και ο Έκτωρ απ' τες φάλαγγες, άμ' είδε τον γενναίον Πάτροκλον ν' αποσύρεται κονταροπληγωμένος, προχώρησε, του εστήθη εμπρός, και μέσα εις το λαγγόνι την λόγχην όλην έμπηξε κι η άκρη εβγήκε πέρα. Έπεσε και κατήφεια στους Αχαιούς εχύθη. Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα, ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ' αποκάτω· ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου, πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη: «Την πόλιν μας, ω Πάτροκλε, θαρρούσες ν' αφανίσεις, και δούλες στην πατρίδα σου να πάρεις τες γυναίκες, ανόητε! Και ακούραστα γι' αυτές ετρικυμίζαν τ' άλογα τα φτερόποδα του Έκτορος, κι εκείνος, — που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων, και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα· και τώρα σε τα όρνεα θα φάγουν εις την Τροίαν. Άθλιε! Δεν σε ωφέλησεν ο ανδρείος Αχιλλέας· θα σου παράγγελνε πολλά την ώραν που εκινούσες: "Να μη γυρίσεις Πάτροκλε ιππόμαχε, στα πλοία πριν σχίσεις εις του Έκτορος τα στήθη τον χιτώνα βαμμένον εις το αίμα του"· αυτά θα είπ' εκείνος και αυτά τα λόγια σ' άρεσαν, ανόητος ως είσαι». Και, Πάτροκλε, του απάντησες με την ψυχήν στο στόμα: «Έκτορ, καυχήσου όσο ημπορείς, τώρα που ο Ζευς και ο Φοίβος την νίκην σού εχάρισαν — και αυτοί με καταβάλλουν εύκολ', αφού μου αφαίρεσαν τα όπλ' από τους ώμους. Κι είκοσιν όμοιοι με σε να είχαν έλθει εμπρός μου όλοι νεκροί θα έπεφταν στην λόγχην μου αποκάτω. Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον και απ' τους θνητούς ο Εύφορβος· τρίτος εσύ με γδύνεις. Και άκουσε ακόμα τι θα ειπώ και βάλε το στον νου σου· ολίγες ειν οι μέρες σου· και ιδού σε παραστέκει η μοίρα η παντοδύναμη κι η ώρα του θανάτου, οπού απ' το χέρι αδάμαστο θα πέσεις του Αχιλλέως». Με αυτά τα λόγι' απέθανε· και κλαίοντας θλιμμένη την μοίραν, που νεότητα και ανδρείαν της επήρε, από τα μέλη του η ψυχή κατέβηκε στον Άδη. Νεκρόν τον επροσφώνησεν ο λαμπροφόρος Έκτωρ: «Ω Πάτροκλε, τον θάνατον γιατί μου προμαντεύεις; Ποιος ξέρει μήπως ο Αχιλλεύς, της Θέτιδος ο γόνος, χάσει αυτός πρώτος την ζωήν στην λόγχη μου αποκάτω;» Είπε και μέσ' απ' την πληγήν, πατώντας τον, την λόγχην ανέσπασε και ανάσκελον τον έσπρωξε στο χώμα. Κι ευθύς στον Αυτομέδοντα με το κοντάρι εχύθη, που είχε ακόλουθον λαμπρόν ο ασύγκριτος Πηλείδης, να τον κτυπήσει, αλλ' έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι, οι αθάνατοι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως. |
820 825 830 835 840 845 850 855 860 865 |
Μάχη γύρω από το νεκρό Κεβριόνη
(Π 765-771) |
|
Εικόνα 29. Οι Αχαιοί σηκώνουν το κορμί του νεκρού Πάτροκλου, ενώ η ψυχή του πετάει τριγύρω με τη μορφή πάνοπλου πολεμιστή. Ερυθρόμορφος κρατήρας, περίπου 500 π.Χ. Ακράγας, Αρχαιολογικό Μουσείο (αντίγραφο). |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
|
σπήλιο: σπηλιά, διασκελίζω: υπερπηδώ, χαράκι: μικρός βράχος, αμαδολογώ: ρίχνω μια πέτρα (αμάδα) προς συγκεκριμένο στόχο, ριζιμιό: αυτό που έχει ριζώσει κάπου, που έχει βαθιές και δυνατές ρίζες, βίτσιμα: το τίναγμα του σώματος, γλάκιο: (το λάκημα<λακώ), το τρέξιμο, ο αγώνας δρόμου, χωσιά: ενέδρα, παγίδα, βιγλίζω: παραμονεύω, ενεδρεύω, παρατηρώ αθέατος.
|
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ |
1. Ποια είναι τα
τελευταία κατορθώματα του Πάτροκλου; Αφού μελετήσετε και την Περιληπτική
αναδιήγηση της ραψωδίας, να δείξετε ότι όλη η δράση του ήρωα στη
ραψωδία Π έχει τα χαρακτηριστικά της αριστείας με αποκορύφωμα τους στ. 783-785. |